- ερασιπλόκαμος
- ἐρασιπλόκαμος, -ον (Α)αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρασιπλόκαμον — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem acc sg ἐρασιπλόκαμος decked with love locks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιπλοκάμου — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιπλοκάμων — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)